νταβάνι

νταβάνι
νταβάνι, το και ταβάνι, το
(λ. τουρκ.), η οροφή, το αντίθετο του δαπέδου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νταβάνι — το βλ. ταβάνι …   Dictionary of Greek

  • ταβάνι — και νταβάνι, το, Ν 1. το εσωτερικό στέγης, οροφή 2. συνεκδ. στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tavan] …   Dictionary of Greek

  • ταβανώνω — και νταβανώνω Ν [ταβάνι / νταβάνι] επικαλύπτω οροφή με σανίδες ή κονίαμα …   Dictionary of Greek

  • ταβάνι — ταβάνι, το και νταβάνι, το (λ. τουρκ.), οροφή, εσωτερικό στέγης, στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”